- άναντα
- Ένας από τους κυριότερους μαθητές του Βούδα και πρώτος εξάδελφός του. Ο ίδιος ο Βούδας, λίγο πριν πεθάνει, έπλεξε το εγκώμιο του Ά., λέγοντας γι’ αυτόν ότι ήταν από τους πιο πνευματώδεις συνομιλητές. Ο Ά. εργάστηκε δραστήρια για τη συγκρότηση των γυναικείων μονών του βουδισμού και τον προσηλυτισμό της επαρχίας του Κασμίρ, όπου και πέθανε, σύμφωνα με την παράδοση.
Στα κινεζικά θυμιατήρια της περιόδου των Χαν, όπως αυτό της φωτογραφίας, συνήθιζαν να εικονίζουν τον εξάδελφο και μαθητή του Βούδα Άναντα να υποβαστάζει την εστία του θυμιατού· ο Βούδας, άλλωστε, είχε χαρακτηρίσει τον Άναντα «πνευματώδη συνομιλητή» του.
* * *επίρρ. (Α ἄναντα) νεοελλ. προς τα πάνω και απέναντιαρχ.προς τα πάνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)-* + άντα «απέναντι, κατά πρόσωπο»].
Dictionary of Greek. 2013.